Αν κάποιος χτυπούσε τα ημιυπόγεια παράθυρα στην via Marucelli επτά με οκτώ η ώρα το πρωί, γνωρίζαμε ήδη περί ποίου επρόκειτο. Αν δεν ανταποκρινόμασταν στο άνοιγμα της πόρτας σχεδόν αυτόματα, θ’ ακολουθούσαν και κάποια «γαλλικά» που, προφανώς, δεν ακούγαμε μονάχα εμείς στο αδιέξοδο μικρό δρομάκι.

Κατέβαινε τα λίγα σκαλοπάτια κι εμφανιζόταν μπροστά μας ένας άντρας ψηλός γύρω στα σαρανταπέντε, ντυμένος με σακάκι, πουλόβερ και μπλουτζίν συνήθως, με καλοβαλμένα χαρακτηριστικά κι ένα περιποιημένο, αραιό γενάκι, στο κάπως ταλαιπωρημένο του πρόσωπο. Το χαμόγελό του με ευδιάκριτη κατεύθυνση, ίσως να έφερνε σε αμηχανία κάποιον που επιχειρούσε να μαντέψει την πιθανή του ταυτότητα γιατί το σχηματικό του κολάρο, μάλλον περνούσε απαρατήρητο επάνω του.

Ήταν ο Μάρκος, ορθόδοξος παπάς από τον ιταλικό νότο, που έμπαινε κάθε φορά στο σπίτι φορτωμένος ένταση, είτε γιατί η αγιογραφία που βρισκόταν τη στιγμή εκείνη πάνω στο καβαλέτο είχε ξεπεράσει κατά την άποψή του, τον χρόνο ολοκλήρωσής της, είτε γιατί ο Σπύρος είχε καιρό ν’ ανέβει στην Bologna, να συνεχίσει τις τοιχογραφίες στον ιερό ναό του Αγίου Βασιλείου, εκεί που ήταν εφημέριος και λειτουργούσε κάθε Κυριακή. Μετά από λίγο, όμως, όταν ξεθύμανε η νεύρωση, γινότανε ευχάριστος και είχε όρεξη για αστεία.

Από το καβαλέτο εκείνο πέρασαν οι βασικές μορφές του ναού κι εγώ είχα την ευκαιρία και την τύχη να παρακολουθήσω από κοντά τη δημιουργία της κάθε αγιογραφίας, να εντυπωσιαστώ από τα διάφορα στάδια εξέλιξης και τη μεγάλη πειθαρχία του αγιογράφου.

Έχω συγκρατήσει έντονα στη μνήμη το σχεδιασμό του περιγράμματος με τον καθορισμένο σχηματικό τρόπο, τα επί μέρους χαρακτηριστικά της κάθε μορφής που έκαναν το έργο να μοιάζει, κάποια στιγμή, περισσότερο μα ανατομική μακέτα, έτοιμη για μάθημα ιατρικής. Και τότε, σ’ αυτή την ομολογουμένως ανατριχιαστική στιγμή, ο αγιογράφος άρχιζε να απλώνει το βερνίκι του αυγού, που ώ του θαύματος, ομογεννοποιούσε όλα τα επί μέρους σχεδιαστικά στοιχεία, η μορφή κατάφερνε να αποκτήσει το «δέρμα» της και με τα τελευταία φύλλα χρυσού στο φωτοστέφανο, η αγιογραφία την υπόστασή της.

Όταν τελείωνε το έργο, τη θέση του στο καβαλέτο καταλάμβανε ένα καινούργιο τελάρο και τότε, σαν να γύριζε ο καλλιτέχνης απλά ένα διακόπτη, ξεκινούσε να ζωγραφίζει κάτι το οποίο αντιλαμβανόσουν πολύ γρήγορα, ότι ανήκει σε μια άλλη εντελώς διαφορετική εικαστική πραγματικότητα.

Με οδηγό ένα μολυβένιο προσχέδιο, ο καλλιτέχνης μέσα σε αυστηρά γεωμετρικά σχήματα, άπλωνε το πρώτο χρώμα, στη συνέχεια ένα δεύτερο και μετά σταματούσε. Μεταφερόταν στην κουζίνα, έπινε λίγο κρασί, κάπνιζε μισό πακέτο τσιγάρα και καθόταν αμίλητος για ώρα σαν γνήσιος Ηπειρώτης. Μπορεί κάποια στιγμή να τον έπιαναν και τα γέλια γιατί θυμήθηκε μια λεπτομέρεια από ένα διήγημα του Νόλλα και ξαφνικά, σηκωνόταν κι ερχόταν στο δωμάτιό μου να μου πει: «Λέω να βάλω ένα μπεζάκι». Κι έτσι με τη διαδικασία αυτή, τελεσιδικούσαν σιγά-σιγά τα χρώματα πάνω στον μουσαμά.

Δεν έκρυψε ποτέ την αγάπη του για τον μινιμαλισμό και τη γεωμετρική, αντιπαραστατική κατεύθυνση του μεγάλου Ολλανδού Πιέτ Μοντριάν, που μου τον γνώρισε κι εμένα από τα άλμπουμ του κι έγινα στη συνέχεια φανατικός θαυμαστής του. Το σημείο εκκίνησης της ζωγραφικής του Παπασπύρου σ’ ένα σημαντικό βαθμό είναι από κει. Από τους έλληνες θα πρόσθετα κάποιες επιρροές του Γιάννη Μόραλη.

Στην αρχή, βέβαια, αναρωτιόμουν έντονα πως γινόταν τόσο ομαλά και εύκολα η μεταβίβαση από την αγιογραφία, σ’ αυτές τις καθαρές γεωμετρικές συνθέσεις. Φαίνονταν δύο κόσμοι ασύμβατοι μεταξύ τους αλλά με τον καιρό διέκρινα κοινά στοιχεία και κοινή διαδικασία, που κάθε φορά μεταφέρονταν, απλά, σ’ ένα διαφορετικό εικαστικό περιβάλλον.

Η πειθαρχία της αγιογραφίας με την απεικονιστική της αυστηρότητα όταν περνούσε στην άλλη μεριά έπαιρνε τη μορφή ενός γεωμετρικού πλαισίου. Υπήρχαν, δηλαδή και στις δύο περιπτώσεις δεσμευτικές προϋποθέσεις κάτι σαν ράγες, πάνω στις οποίες επεδίωκε, κατά κάποιο τρόπο, να κινεί τη δημιουργική του πορεία ο καλλιτέχνης. Μόνο που οι διαδρομές, στο τέλος θα ήταν τελείως διαφορετικές.

Κι εδώ το «βερνίκι» που κατάφερνε να ενώνει κάθε φορά, τις δύο πραγματικότητες, ήταν απλά η ίδια η προσωπικότητα του ζωγράφου.

Ο Σπύρος διακρίνεται, έντονα από μια φυσική λιτότητα και μια χαρακτηριστική, δωρική εκφορά του λόγου, όπου το κάθε του σύντομο σχόλιο, αξιώνει πυκνότητα αποφθέγματος. Το ίδιο θα παρατηρήσει κανείς και στο ιδιόμορφο χιούμορ του. Αυτός ο μηχανισμός στην τελική διατύπωση της σκέψης του, που στέκεται μονίμως απέναντι σε κάθε λογής πληθωρικότητα, αποτυπώνεται και στη ζωγραφική του.

Επιχειρώντας, κάθε φορά, με ολιγάριθμα στοιχεία και με ελάχιστες ζωγραφικές κινήσεις να φτάσει σ’ ένα αποτέλεσμα, αυτό που θα προκύψει στο τέλος μπορεί να είναι κάτι σαν ένα εικαστικό απόφθεγμα.

Κοιτάζω τις καινούργιες του συνθέσεις που αποτελούν και τον βασικό πυρήνα της έκθεσης. Μια ιδιότυπη σκακιέρα όπου το χρώμα παίζει με διαφορετικές εντάσεις μέσα στα τετράγωνα, ενώ κάποια παραμένουνε κενά. Σαν μια αποτύπωση της μνήμης, σκέφτηκα για μια στιγμή, ενώ έγραφα αυτές τις γραμμές με την έγνοια να θυμηθώ επαρκώς και να μην παρεκτραπώ σε φαντασιακές αναπαραστάσεις. Της μνήμης με την επιλεκτικότητά της, τις διαφορετικές εντάσεις της, την αδιαφορία της, τα κενά της.

ΕΔΕΣΣΑ, 3 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018

Βασίλης Παπάς

Ποιητής